- αἰσχροκερδῶς
- нареч. своекорыстно, корыстолюбиво, из гнусной корысти, из алчности.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
αἰσχροκερδῶς — αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)